Τα δικαιϊκά συστήματα κάθε κοινωνίας καθώς και οι δραστηριότητες και οι σχέσεις των μελών της βασίζονται σε κάποιες σταθερές, οι οποίες πιθανολογείται ή προσδοκάται ότι δεν θα αποκλίνουν σημαντικά στο ορατό μέλλον. Απρόβλεπτα γεγονότα, όμως, που αφορούν είτε το σύνολο (πχ. πόλεμος, σεισμός κλπ) είτε τον καθένα από εμάς, μπορούν να ανατρέψουν τις σταθερές πάνω στις οποίες βασίστηκε μια έννομη σχέση, με δυσάρεστες συνέπειες, όπως πχ. να μην υλοποιηθούν συμβατικές υποχρεώσεις, να χαθούν δικονομικές προθεσμίες κλπ.
Η έννομη τάξη, προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτές τις έκτακτες περιπτώσεις έχει εισάγει την έννοια της ανωτέρας βίας. Γίνεται παγίως δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία οτι ως ανωτέρα βία νοείται κάθε τυχαίο περιστατικό που δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να προβλεφθεί και να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο προβαλλόμενος λόγος ανωτέρας βίας να ευθύνεται για τη μη εκπλήρωση ή τη πλημμελή εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης, την απώλεια δικονομικής προθεσμίας κλπ.
Ετσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν λόγους ανωτέρας βίας φυσικά φαινόμενα (σεισμός, πλημμύρα κλπ), η απεργία, η αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, η σοβαρή ασθένεια κλπ. Ενώ εκριθη οτι η πρόσφατη οικονομική κρίση που βίωσε η χώρα μας δεν αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας. Δεδομένου ότι η προηγούμενη πανδημία είχε ξεσπάσει πριν από περίπου 100 χρόνια δεν υφίσταται αντίστοιχη νομολογία των δικαστηρίων ως προς τα αν η τρέχουσα πανδημία COVID -19 αποτελεί γεγονός υπαγόμενο στην έννοια της ανωτέρα βίας.
Είναι προφανές οτι δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεων που αφορούν ανεκπλήρωτες συμβατικες υποχρεώσεις, δοθείσες προκαταβολές στα πλαίσια αυτών, καθυστερήσεις δανειακών υποχρεώσεων, καθυστέρηση μισθωμάτων ή καταγγελία μισθώσεων κλπ θα οδηγηθούν στα δικαστήρια.
Η άποψη του γράφοντος είναι οτι η απάντηση των δικαστηρίων δεν θα είναι ενιαία αλλά θα εξαρτηθεί από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περίπτωσης, όπως ο βαθμός που επλήγη ο προβάλλων τον λόγο αυτό, αν η βλάβη είναι ανεπανόρθωτη, η διάρκεια που θα έχει η υγειονομική κρίση, ο χρόνος κατα τον οποίο συνήφθη η σύμβαση κλπ.
Πρέπει να σημειωθεί οτι σημαντικό όπλο στη φαρέτρα του αμυνόμενου θα είναι και η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού θα είναι εξαιρετικά δύσκολο πχ να επιτύχει ο εκμισθωτής την αποβολή του μισθωτή εκ της χρήσεως του μισθίου μόνο για το λόγο οτι καθυστέρησε τη καταβολή κάποιου ή κάποιων μισθωμάτων.
Τέλος, αναλόγως της έκτασης, της διάρκειας αλλά και των συνεπειών της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης στη πραγματική οικονομία, θα λάβει χώρα η επίκληση του άρθρου 388 ΑΚ σύμφωνα με το οποίο, αν ύστερα από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, μεταβλήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης και ως εκ τούτου η παροχή του οφειλέτη έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει ή να αποφασίζει την λύση της εξ’ολοκλήρου ή κατα το μέρος που δεν εκτελέστηκε.
Το άρθρο αυτό μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται κατα κόρον για αναπροσαρμογές του μισθώματος και εκτιμώ οτι με βάση αυτό θα ασκηθούν χιλιάδες αγωγές δια των οποίων θα επιδιώκεται η μείωσης του μισθώματος, κυρίως επαγγελματικών ακινήτων, λόγω της πανδημίας και την ως εκ τούτου μεταβολή των πραγματικών περιστάσεων.