ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Αριθμός απόφασης 1213/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευθυμία Δανία, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Γεωργία Σταφιδά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 17η Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) ………, με ΑΦΜ 034712853 κα 2) ……., με ΑΦΜ …….., κατοίκων αμφοτέρων ……….., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Επαμεινώδα Παπαδέα.
ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΑΝΑΚΟΠΉ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αρ. 4) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Χρυσούλας Φράγκου.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 16-4-2019 και με αριθμό κατάθεσης 38429/2149/2019 ανακοπή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά της καθ’ης η ανακοπή, που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΟΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί α) η από 22-1-2019 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α’ εκτελεστού της υπ’ αριθμ 429/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου και β) η υπ’ αριθμ. 147/15-3-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος τους αναγκαστικός πλειστηριασμός με τα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού ενώπιον της πιστοποιημένης συμβολαιογράφου Αθηνών [ ], στις 23-10-2019. Τέλος, ζητούν να δικαστεί η καθ’ης στα δικαστικά τους έξοδα. Πρόκειται για εκδικαζόμενη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 εττ. ΚΠολΔ) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ (κατ’.άρθρο-937 παρ, 3 ΚΠολΔ), που εφαρμόζεται εν προκειμένω όπως τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η εκτελεστική διαδικασία άρχισε με την επίδοση στους ανακόπτοντες της από 22-1-2019 επιταγής προς πληρωμή στις “31-1-2019 (βλ. τις υπ’αριθμ. 1734Β και 1735Β/31-1-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, [ ], που προσκομίζει με επίκληση τη καθ’ης), ήτοι μετά την 1-1-2016. Περαιτέρω, η ανακοπή αυτή εισάγεται παραδεκτά για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου τούτου (άρθρ, 933 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Εξάλλου, η κρινόμενη ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρ. 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, αφού κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 23-4-2019 και επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 24-4-2019 (βλ. την υπ’.αριθμ. [ ] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Ανδρέα Μιχόπουλου, που προσκομίζει με επίκληση η ανακόπτουσα), ήτοι εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε ημερών του αρθρ. 934 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ από την επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στους ανακόπτοντες (βλ. την από 18-3-2019 σχετική σημείωση του ως άνω δικαστικού επιμελητή [ ] επί του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της υπ’ αριθμ. 147/15-3-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, που προσκομίζουν οι ανακόπτοντες). Επομένως, η ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Σημειωτέον ότι η ένσταση απαραδέκτου λόγω εκκρεμοδικίας, που πρόβαλε η καθ’ης, για το λόγο ότι οι ανακόπτοντες έχουν ήδη ασκήσει την από 15-2-2019 ανακοπή τους κατ’άρθρο 632 ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον, όταν ο ανακόπτων ασκεί για τους ίδιους λόγος και ανακοπή του άρθρου 632 και ανακοπή του άρθρου 933, ζήτημα εκκρεμοδικίας δεν τίθεται, διότι τα αντικείμενα των δύο δικών δεν. συμπίπτουν, λόγω της διαφοράς των αιτημάτων τους (βλ. σχετικώς ΕΑ 2633/1992, ΕλλΔνη 1994, 449, ΜΠρΑΘ 1893/2015, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 7838/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 4392/2013 ΕΠολΔ 2013. 212, ΜΠρΑΘ 227/2011 ΤΝΠ-Νόμος, ΜΠρΧαλκ 1135/2009 ΑρχΝ 2010. 321, ΜΠρΑαρ 2854/2004 ΑρχΝ 2005.66, Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, γ” έκδοση, σελ. 426).
Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή ττίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν .ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 17/1995 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2045/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1627/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1183/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1333/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 893/2008 Αρμ 2009.66, ΑΠ: 1432/2003 ΧρΙΔ 2004.241, ΑΠ 889/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1170/1997 ΕλλΔνη 40.602, ΕφΑΘ 3861/2008 ΕΦΑΔ 2009.110). Μεταξύ των εκδηλώσεων, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια που θέτει ο κανόνας του άρθρου 281 ΑΚ, περιλαμβάνονται και όσες αναιρούν το περιεχόμενο και τις συνέπειες μιας προηγούμενης συμπεριφοράς του ιδίου προσώπου, κατά τρόπο ώστε να διαψεύδεται η βεβαιότητα που προκλήθηκε σε σχέση με την αναμενόμενη και στο μέλλον τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (βλ. ΜΠρΘεσ 7383/2013 μη δημοσιευμένη στο νομικό τύπο). Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει, στην πραγματικότητα, συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Έλλειψη συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτηση του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση καιδη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το ζήτημα, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (βλ. ΑΠ 1603/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έτσι ώστε η άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου να συνεπάγεται αυξημένη ευθύνη και μέριμνα για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Η υποχρέωση αυτή εκδηλώνεται ειδικότερα και με τη δέσμευση της τράπεζας να μην προβάλλει και επιδιώκει μονομερώς τα συμφέροντα της, αλλά αντιθέτως κατά τη σύγκρουση αυτών με τα αντίστοιχα του αντισυμβαλλομένου της να επιχειρεί να προστατεύσει και τα τελευταία (βλ. ΕφΑΘ 4617/2012 ΔΕΕ 2012.1165,; ΕφΘεσ 1083/2010 Αρμ 2011.1133). Επίσης, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω οικονομικής αδυναμίας του, που υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει, σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί απόκλιση από τα συμφωνηθέντα και μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν πρόκειται για πρόσκαιρη αδυναμία και η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια (βλ. ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012.417, ΠΠρΘεσ 3088/2014 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της ανακοπής τους, κατ’εκτίμηση του δικογράφου τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ης όλως καταχρηστικώς και κατά παράβαση του αρ. 281 Α.Κ., ήτοι αντίθετα προς τις αρχές τα ης καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος της, προέβη στις ένδικες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, παρά τις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων της ότι θα προβούν στην υπογραφή συμβάσεων ρύθμισης της ένδικης οφειλής τους, σύμφωνα με τους όρους που τους πρότεινε οι καθ’ης, τους οποίους άλλωστε αποδέχθηκαν. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος, καθώς για την επίρρωση αυτού οι ανακόπτοντες εκθέτουν εκτενώς και με λεπτομέρεια όλα τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν των προσβαλλόμενων πράξεων
αναγκαστικής εκτέλεσης και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης [ ], που εξετάστηκε στο ακροατήριο και η οποία. περιέχεται στα ταυτάριθμα με την. παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, προκειμένου να ληφθούν υπόψη είτε ως αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων τα ηλεκτρονικά μηνύματα (θ ΓΠ3ϋ) που αντάλλασσαν οι ανακόπτοντες με τους αρμόδιους υπαλλήλους, της καθ’ης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά; Κατόπιν αιτήσεως της καθ’ης εκδόθηκε η με αριθμό 429/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάσσονται οι ανακόπτοντες να της καταβάλουν, εις όλοκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 338.938,14 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, προς ικανοποίηση απαίτησης της τελευταίας από την υπ’αριθμ. Η3Τ5857/2002 σύμβαση στεγαστικού δανείου και των προσθέτων πράξεων αυτής, που συνήφθη στις 17-7-2002 στην Αθήνα, μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της καθ’ης και πρώτου ανακόπτοντος. Την πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης εγγυήθηκε υπέρ αυτού, η δεύτερη ανακόπτουσα, σύζυγος του. Την ως άνω διαταγή πληρωμής επέδωσε η καθ1 ης στους ανακόπτοντες με επιταγή προς πληρωμή στις 31-1-2019, επιτάσσοντας αυτούς να της καταβάλουν. νια κεφάλαιο το επιδικασθέν ποσό των 338.938,14 ευρώ, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 8.674 . ευρώ, για λήψη απογράφου και σύνταξη επιταγής το ποσό των 50 ευρώ, για επίδοση της επιταγής το ποσό των 50 ευρώ και όλα δε τα παραπάνω ποσά εντόκως. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό [ ] έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, που επέδωσε στις 18-3-2019 στους ανακόπτοντες, η καθ1 ης, για ικανοποίηση της άνω απαίτησης της, περιορισθείσας στο ποσό των 200.000 ευρώ για τον περιορισμό των εξόδων, κατάσχεσε αναγκαστικά.ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 2.086,03 τ.μ., μετά της επ’αυτού διώροφης οικίας, με τα παραρτήματα και τα συστατικά της, η οποία αποτελείται από υπόγειο επιφάνειας 200 τ.μ., ισόγειο όροφο επιφάνειας 200 τ.μ. και πρώτο (Α) όροφο επιφάνειας 102,09 τ.μ., το οποίο ευρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου – [ ].Το ως άνω ακίνητο περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των ανακοπτόντων δυνάμει του υπ’αριθμ. 20/12-7-2002 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Φαρμακίδου, νομίμως μεταγεγραμμένου. Η αξία του ακινήτου εκτιμήθηκε στο ποσό των 141.500 ευρώ, στο ίδιο δε ποσό καθορίστηκε και η τιμή πρώτης προσφοράς, ενώ ο πλειστηριασμός του εν λόγω ακινήτου, ορίστηκε να γίνει ενώπιον της πιστοποιημένης συμβολαιογράφου Αθηνών [ ] στις 23-10-2019. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, οι ανακόπτοντες βρίσκονταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με τους αρμόδιους υπαλλήλους της καθ’ης, προς ρύθμιση της ένδικης οφειλής τους. Ειδικότερα, δια της από 7-12-2017 αιτήσεως, στην .οποία παρατίθεται όλη η ακίνητη περιουσία των ανακοπτόντων, οι τελευταίοι ζήτησαν ρύθμιση του συνόλου των οφειλών τους προς την καθ’ης, η οποία, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, ουδέποτε απάντησε. Ακολούθως, στις 12-3-2018 οι ανακόπτοντες υπέβαλαν και πάλι αίτημα για αναδιάρθρωση και ρύθμιση του συνόλου των οφειλών τους προς την καθ’ης, ωστόσο και πάλι η καθ’ης δεν απάντησε. Εξαιτίας της άρνησης αυτής, οι ανακόπτοντες υπέβαλλαν τον Μάρτιο του 2018 αίτηση υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης (Ν. 4469/2017). Όμως, παρά το γεγονός η παραπάνω αίτηση τους και τα συνοδευτικά έγγραφα αυτής ήταν πλήρη, όπως βεβαιώνει η συντονίστρια …….., και η προσπάθεια αυτή κατέληξε σε αποτυχία, αφού η καθ’ης, ως πλειοψηφούσα πιστώτρια που αντιπροσωπεύει το 80,88% της συνολικής οφειλής, ψήφισε αρνητικά, με αποτέλεσμα η ως άνω διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.9 του Ν. 4469/2017, να αποβεί άκαρπη. Οι ανακόπτοντες συνέχισαν να υποβάλουν στην καθ’ης αιτήματα για ρύθμιση της οφειλής τους. Στις 7-2-2019 ο υπάλληλος της καθ’ης, …….., απέστειλε στους ανακόπτοντες ηλεκτρονικό μήνυμα (θ ΓΠ3ΪΙ) με το οποίο τους ζητούσε να του αποστείλουν .τα αναφερόμενα σε αυτό οικονομικά στοιχεία-δικαιολογητικά. Οι ανακόπτοντες απέστειλαν την ίδια ημέρα τα έγγραφα που τους ζήτησε για τη ρύθμιση των δανείων τους και τον ενημέρωσαν ότι όλες οι τράπεζες έχουν βάλει προσημείωση σε διαφορετικά ακίνητα. Στις 8-2-2019, ο προαναφερόμενος υπάλληλος τους απάντησε ότι έλαβε τα αποσταλθέντα και “4
τα εξετάζει, τους ενημέρωσε δε ότι αν τυχόν χρειαστεί οτιδήποτε επιπλέον θα τους καλέσει. Στις 14-3-2019 οι ανακόπτοντες απέστειλαν στον κ. …..την έκθεση πιστοποιημένης εκτίμησης για. την αξία του ακινήτου τους, ώστε να εγγράψει η καθ’ης προσημείωση στο μοναδικό ελεύθερο βαρών ακίνητο που διέθεταν, Οστόσο, την ίδια ημέρα τους απάντησε η υπάλληλος της καθ’ης ……, η οποία τους ζήτησε κάποια επιπλέον δικαιολογητικά. Στις 30-7-2019 πλέον, εστάλη στους ανακόπτοντες από τον υπάλληλο της καθ’ης, ….., ηλεκτρονικό μήνυμα με θέμα «ΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ», με το οποίο τους ενημέρωνε ότι σε συνέχεια της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας, τους αποστέλλει τους όρους έγκρισης των στεγαστικών δανείων τους, ήτοι το ποσό τηςρύθμισης, τις., δόσεις τριετίας, τη διάρκεια της ρύθμισης και το επιτόκιο, με την προϋπόθεση υλοποίησης των ανωτέρω ρυθμίσεων: α) να συμφωνήσουν στην εγγραφή προσημείωσης, υποθήκης ποσού 191.678,66 ευρώ σε διαμέρισμα. 101 τμ. με αποθήκη 62,58 τ.μ. στην [ ] Αττικής και β) να προσκομίσουν όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά που έχουν ζητηθεί, ώστε να ξεκινήσει ο νομικός έλεγχος του ακινήτου. Εφόσον δε, από το νομικό έλεγχο που θα πραγματοποιηθεί δεν προκύψει κανένα πρόβλημα, θα ήταν έτοιμη η καθ’ης για τις υπογραφές των συμβάσεων και θα προωθούσε το αίτημα των ανακοπτόντων -για άρση στης κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, την οποία ωστόσο η καθ’ης είχε επιδώσει στις 17-7-2019 στον πρώτο των ανακοπτόντων. Οι ανακόπτοντες, προκειμένου να προβούν σε ρύθμιση των οφειλών της προς την καθ’ης, συμφώνησαν με τους όρους που η τελευταία τους έθεσε και ανέμεναν τη σύναψη των συμβάσεων. Ακόμη και λίγες ημέρες πριν την παρούσα δικάσιμο, η ίδια η μάρτυρας απόδειξης (αδελφή του α’ ανακόπτοντος) συνομίλησε με την υπάλληλο της καθ’ης κ. ……, η οποία την διαβεβαίωσε ότι θα υπογραφούν οι ανωτέρω συμβάσεις ρύθμισης των οφειλών των ανακοπτόντων (βλ. την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης στα ταυτάριθμα πρακτικά σελ, 4). Όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται πλήρως από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα των ανακοπτόντων, που είναι πρώην τραπεζικός υπάλληλος και αυτή που τους βοηθούσε στις διαπραγματεύσεις τους με την καθ’ης και επομένως έχει άμεση γνώση της αλήθειας, η οποία .(κατάθεση) επιβεβαιώνεται από τα προσκομιζόμενα μηνύματα ηλεκτρονικού, ταχυδρομείου και δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Ενόψει όλων των προαναφερομένων, η συμπεριφορά της καθ’ης ήταν πράγματι καταχρηστική δεδομένου ότι αυτή, δια των ανωτέρω -υπαλλήλων της με παραπλανητικές υποσχέσεις και χειρισμούς προς τους ανακόπτοντες-οφειλέτες, περί ρύθμισης των οφειλών τους λόγω της γενικής οικονομικής κρίσης, κατά τρόπο ευνοϊκό γΓ αυτούς, αθέτησε τελικά και δεν πραγματοποίησε την υπόσχεση της αυτή, στην οποία (υπόσχεση), με τη γενική συμπεριφορά των υπαλλήλων της, έκανε τους ανακόπτοντες να πιστέψουν ότι θα τηρηθεί η προφορική μεταξύ τους συμφωνία και ότι αυτή δε θα προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας τους, τελικά όμως, εκμεταλλευόμενη τη μονοπωλιακή ή εξουσιαστική της θέση απέναντι στους αντισυμβαλλόμενους της-ανακόπτοντες, προέβη, σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη οικονομικά εποχή, σε μέτρα δίωξης τούτων, αντί να παράσχει σ” αυτούς τις συνηθισμένες στις τραπεζικές συναλλαγές, σε μια τέτοια εποχή, οικονομικές διευκολύνσεις (βλ. ΕφΛαρ 690/2001 ΕπισκΕμπΔικ 2002. 156, ΜονΠρΑΘ 1455/2013 αδημ.).
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα παραπάνω περιστατικά καθιστούν μη ανεκτή, κατά. τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, τη συμπεριφορά της καθ” ης η ανακοπή τράπεζας, να προβεί στις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και συνεπώς η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος της υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμου του κρινόμενου λόγου ανακοπής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 22-1-2019 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α’ εκτελεστού της υπ’αριθμ [ ] διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου και την υπ’αριθμ. [ ] έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …., δυνάμει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος των ανακοπτόντων αναγκαστικός πλειστηριασμός με τα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού ενώπιον της πιστοποιημένης συμβολαιογράφου Αθηνών [ ], στις 23-10-2019.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450 €) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 10 Οκτωβρίου 2019 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.