Το Ειρηνοδικείο Αθηνών με την απόφαση του δικαίωσε τη πάγια θέση του γραφείου μας ότι οι τράπεζες παρανόμως επιρρίπτουν σε βάρος των δανειοληπτών την εισφορά του νόμου 128/1975. Η εισφορά αυτή είναι ένας ειδικός φόρος επί των πάσης φύσεως δανείων που οι τράπεζες οφείλουν να αποδώσουν στο ελληνικό δημόσιο και η οποία αποτελεί μια αδικαιολόγητη επιβάρυνση σε βάρος του δανειολήπτη. Το ειρηνοδικείο Αθηνών, ακύρωσε την εκδοθείσα διαταγή πληρωμής της τράπεζας σε βάρος της πελάτισσάς μας κρίνοντας ότι εφόσον υπάρχουν παράνομες επιβαρύνσεις η απαίτησή της δεν είναι εκκαθαρισμένη. Παραθέτουμε το κείμενο της απόφασης.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΝΑΚΟΠΕΣ
Αριθμός Αποφάσεως 530/ 2019
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Κωνσταντίνα Μποζιονέλου, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Ειρήνη Μπαλοθιάρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 10 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας, ————, κατοίκου ——— με ΑΦΜ ——-, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ροδάνθης Παπαδέα.
Της καθής η ανακοπή, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΑΛΑΔΟΣ Α.Ε», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αιόλου 86, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ———.
Η ανακόπτουσα, με την ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού υπ’ αριθμόν καταθέσεως ———- ανακοπή της διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, ζήτησε όσα σε αυτήν περιέχονται.
Η υπόθεση, κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο, εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό, επακολούθησε συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά και το Δικαστήριο αφού
Μελέτησε τη δικογραφία,
Σκέφτηκε σύμφωνα με το Νόμο
Η υπό κρίση ανακοπή με παραδεκτή σώρευση α) κατά της υπ’ αριθμόν —- διαταγής πληρωμής του δικαστή του δικαστηρίου αυτού, που εκδόθηκε με βάση σύμβαση παροχής τοκοχρεωλυτικού δανείου και διατάσσει την ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης 10.157,24 ευρώ με τους τόκους και τα έξοδα και β) της από 22- 10-2018 επιταγής προς πληρωμή, η οποία συντάχθηκε κάτω από πρώτο απόγραφο εκτελεστό της άνω διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών και την οποία (ανακοπή) η ανακόπτουσα ζητά την ακύρωση της ανωτέρω διαταγής καθώς και της άνω επιταγής προς πληρωμήν, για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, αρμοδίως (άρθρα 14 παρ. 1α, 632 παρ. 1, 933 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύουν μετά το νόμο 4335/2015) εισάγεται ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (591 ΚΠολΔ), κατ’ άρθρο 632 παρ. 2 εδ. β’ και 937 παρ. 3 του ιδίου, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Η συμβατική μετακύλιση της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 ν. 128/1975, επιβληθείσας εισφοράς εις βάρος των πάσης φύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν στην Ελλάδα υπέρ κοινού λογαριασμού, ανερχομένη σύμφωνα με το άρθρο 19 Ν.3152/2003, από 1.6.2003, στο ποσοστό 0,6% ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων, των χορηγουμένων από αυτά πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, εις βάρος του πιστούχου, δανειολήπτη κλπ, στο βαθμό που το ποσοστό αυτής είχε προσδιοριστεί στη σύμβαση και είχε γίνει αναφορά για τη χρέωση της, ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 παρ. 3 του Ν 128/1975 ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005/802, ΕφΑΘ 1558/2007 ΕλΔ 2007/902). Όμως, ο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 8 περ. 6 του Ν 1083/1980 και της αποφάσεως 289/1980 της Νομισματικής Επιτροπής κατά το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς και των άρθρων 12 του ν. 2601/1998, 30 του ν.. 2789/2000, 42 του ν, 2912/2001, 39 του ν.3259/2004 ιδιαίτερος τρόπος ανατοκισμού των απαιτήσεων των τραπεζών, αφορά τον επιτρεπτό ανατοκισμό καθυστερούμενων τόκων και μόνον, αφού, όπως προκύπτει από τις ίδιες διατάξεις, που θεσπίζουν εξαίρεση και πρέπει να ερμηνεύονται στενά, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ανατοκισμός προμηθειών, εισφορών και εξόδων, κάθε δε αντίθετη σύμβαση είναι ευθέως αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις και σε κάθε περίπτωση ελέγχεται μέσω των διατάξεων 174, 178, 179 ΑΚ (ΑΠ 1356/2012, ΕφΛαμ 124/2007, ΜΠΡΘεσσαλ 1989/2016, ΜΠρΑΡΤ 169/2013 ΜΠρΠειρ 2824/2013, ΕιρΑΘ. 735/2016, 3453/2014, 3343/2013, ; 3815/2013, 3626/2012, Ειρθεσσαλ 2692/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον ένατο λόγο της ανακοπής, όπως εκτιμάται το περιεχόμενο της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της καθης, που προέκυψε από σύμβαση χορήγησης δανείου, δεν γεννήθηκε ποτέ, εφόσον έχει υπολογιστεί με βάση. παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, δια της προσθήκης αυτής στο επιτόκιο, γεγονός που καθιστά την απαίτηση της καθ’ ης μη νόμιμη, αβέβαιη και ανεκκαθάριστη και τη διαταγή πληρωμής που την ενσωματώνει ακυρωτέα, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ως εκδοθείσα για μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη απαίτηση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένος και νόμιμος, καθώς στηρίζεται στις άνω διατάξεις και αυτές των άρθρων 294 ΑΚ και 2 παρ. 7 περ. ια’ του ν. 2251/1994 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του.
Από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά; Δυνάμει της ανακοπτόμενης με αριθμό 10389/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, η ανακόπτουσα επιτάσσεται στην καταβολή προς την καθ’ ης ποσού 10.157,24 ευρώ, με τους τόκους και τα έξοδα, ως οφειλόμενο υπόλοιπο που προέκυψε από τη λειτουργία της υπ’ αριθμόν ………../18-9-2002 σύμβασης δανείου που χορηγήθηκε από την καθ’ ης προς την ανακόπτουσα. Η ανωτέρω πιστοδότρια τράπεζα λόγω υπερημερίας της ανακόπτουσας ως προς την καταβολή των μηνιαίων δόσεων του δανείου, προχώρησε στο κλείσιμο του τηρούμενου λογαριασμού και στην καταγγελία της σχετικής σύμβασης στις 9-5-2017, με την επίδοση στην ανακόπτουσα εξώδικης δήλωσης. Από το συνδυασμό της άνω συμβάσεως με τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων που τέθηκαν υπόψη του δικαστή για την απόδειξη της απαιτήσεως από την άνω σύμβαση, προκύπτει ότι στην επίδικη σύμβαση περιέχεται στο άρθρο 15 αυτής η επιβάρυνση της πιστούχου με την εισφορά του ν. 128/1975, που προστίθεται στο ισχύον κάθε φορά επιτόκιο και ότι η καθ’ ης κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως και ανατόκιζε τα ποσά της, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά, ήτοι.ο παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γίνεται με την ενσωμάτωση της στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων. Επομένως, ως προς το ποσό της απαίτησης για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δεν προκύπτει από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης τράπεζας που προσκομίστηκαν, το σύνολο της οφειλής, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στο λογαριασμό ποσών του ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1975. Η ακυρότητα δε των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαιτήσεως, αφού στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων που προσκομίστηκαν από την καθ’ ης δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ1 ης και να υφίσταται, έτσι, διαδικαστικό απαράδεκτο στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής (ΕφΛαμ 124/2007, ΠΠρΓρεβ 2/2017, ΜΠρΤρικ 38/2017, ΜΠρΧαν 187/2017, ΜΠρθεσ 15912/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή ως προς τον άνω λόγο της, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, να επιβληθεί δε η δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, κατά το νόμιμο αίτημα της, εις βάρος της καθ’ ης η ανακοπή (176 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).
Για τους λόγους αυτούς -Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. -Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει την υπ’ αριθμόν 10389/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού.
Επιβάλλει εις βάρος της καθ’ ης η ανακοπή τη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας και την ορίζει σε διακόσια πενήντα (250,00) ευρώ.